
Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας.
Καταρχάς, θα ήθελα να εκφράσω στον Αλέξανδρο τη χαρά και την ευγνωμοσύνη μου για την ιδιαίτερη τιμή να με καλέσει να σχολιάσω το βιβλίο του.
Η θεωρία των χαρταετών είναι η δεύτερη εκδοτική εμφάνιση του Αλέξανδρου στο χώρο της διηγηματογραφίας. Αποτελεί πάντα μια ξεχωριστή πρόκληση το ερώτημα γιατί κάποιος καλλιτέχνης που καταπιάνεται με το γραπτό λόγο επιλέγει ή ίσως επιλέγεται από μια συγκεκριμένη εκφραστική φόρμα. Διαβάζοντας τα διηγήματα του Αλέξανδρου, παλαιότερα και νεότερα, μου γεννήθηκε εξαρχής το ερώτημα: γιατί διηγήματα; Παρόλες τις εκτενείς και πολύωρες συζητήσεις που έχω εδώ και καιρό μαζί του, η απάντηση από μέρους του δεν με ικανοποιούσε ποτέ. Μου φαινόταν πάντα ημιτελής, στο πλαίσιο βέβαια της εντελώς χαριτωμένης και μόνιμης συστολής που έχει όταν αναγκάζεται από περίεργους τύπους σαν και μένα να μιλάει για τον εαυτό του. Η περιέργειά μου ικανοποιήθηκε μόνο όταν διάβασα κάτι σαν αυτό που θα σας αναγνώσω ευθύς αμέσως:
Είναι ένα ποίημα με τον τίτλο «Ολονυχτίες»
«Διανυκτερεύουμε απόψε
γιατί και η βροχή έχει ανάγκη
την έγνοια μας.
Τόσες μοναχικές σταγόνες
αναζητούν μια κοίτη ματιών
να κυλήσουν.
Δεν ακούτε που χτυπούν
το παράθυρο;
Προσέξτε πώς κατηφορίζουν αργά
κοιτώντας ματαίως.
Με πόση αξιοπρέπεια
κάνουν πως χαιρετούν.
Με πόση λεπτότητα
χαμογελούν δήθεν αδιάφορα.
Διανυκτερεύουμε απόψε
με τα παράθυρα ανοικτά
και προσκαλούμε τα νερά
μήπως ανθίσει κάποτε
η έρημος».
Το ποίημα αυτό λοιπόν είναι του Αλέξανδρου. Όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος είτε γραπτώς είτε σε άλλες συναντήσεις σαν και αυτή, εκφράζεται σταθερά ποιητικά από μικρή ηλικία. Πολλοί στοχαστές πιστεύουν και δεν έχουν διόλου άδικο, ότι ο κατεξοχήν προνομιακός συνομιλητής του διηγήματος είναι η ποίηση. Το διήγημα προσεγγίζει την πυκνότητα και την αμεσότητα του ποιητικού λόγου όσο τίποτε άλλο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι κορυφαίοι κατά πολλούς και όχι άδικα Έλληνες διηγηματογράφοι, ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός καταπιάστηκαν με επιτυχία με την ποιητική τέχνη. Ο Παπαδιαμάντης έχει γράψει 40 ποιήματα αλλά και διάφορα σατιρικά τροπάρια, ενώ ο Βιζυηνός θα μπορούσε άνετα να σταθεί ως ποιητής με το έστω μη ολοκληρωμένο ποιητικό του έργο. Εμείς οι ψυχίατροι θεωρούμε το ποίημα του το «φάσμα μου» και το στίχο του «μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου» την κορυφαία ίσως νεοελληνική ποιητική προσέγγιση του ψυχωτικού βιώματος.
Ο Αλέξανδρος λοιπόν είναι διηγηματογράφος γιατί πρώτιστα είναι ποιητής. Ο Παλαμάς έλεγε ότι «ποίηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά συμπύκνωση». Στα διηγήματα του Αλέξανδρου η συμπύκνωση είναι το κυριότερο ίσως κερδισμένο στοίχημα. Σε λίγες αράδες, με λίγες λέξεις και χωρίς περιττά στοιχεία αποκαλύπτεται ο κόσμος των ηρώων του και η αλήθεια των δικών του συναισθημάτων. Το στερεότυπο για τους φιλολόγους λέει ότι λόγω της εν γένει επάρκειά τους χρησιμοποιούν πολλές φορές υπερβολικά το λόγο. Στα διηγήματα του Αλέξανδρου δεν λείπει τίποτα και δεν περισσεύει τίποτα. Κάθε λέξη είναι δουλεμένη και περασμένη από τον κάματο της αφαίρεσης. Οι προτάσεις σύντομες και ευθύβολες φανερώνουν το συναισθηματικό τους φορτίο χωρίς υπεκφυγές.
Οι ήρωες των διηγημάτων κινούνται κάθε φορά σε ένα αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο. Το πλαίσιο αυτό είναι ο τόπος. Τα πρόσωπα είναι αγκαλιασμένα με το τοπίο που τα περιβάλλει, τόσο πολύ που θαρρείς ότι πολλές φορές αυτό οδηγεί τα λάθη τους, τα πάθη τους, τις ανεπάρκειές τους και τις αβελτηρίες τους. Το τοπίο δεν είναι ξένο στον Αλέξανδρο. Είναι τα μέρη που μεγάλωσε, σπούδασε, δούλεψε και έζησε.
Ξεχωριστό και διαχρονικό σημείο αναφοράς στη διηγηματογραφία του αποτελεί ο Δομοκός. Ο Αλέξανδρος πέρασε μέρος των παιδικών του χρόνων εκεί, αλλά η πολυσημία του Δομοκού είναι ξεχωριστή. Η μικρή αυτή κωμόπολη κακώς ανήκει στο νομό Φθιώτιδας. Γεωγραφικά είναι το κατώτερο άκρο της Θεσσαλίας, πράγμα που έπρεπε να ισχύει και διοικητικά. Το ταξίδι προς το νότο θεωρείται μια αρχαϊκή προσπάθεια του ανθρώπου για την ανεύρεση νέων, πιο ζεστών τόπων και εύφορων. Το όριο αυτό για τους Θεσσαλούς είναι ο Δομοκός. Από την κορυφή του βουνού που βρίσκεται κοιτά σαρκαστικά τον κάμπο και τους ανθρώπους του, σα να τους λέει ότι σε κάθε προσπάθεια για την αναζήτηση καλύτερης τύχης προς τον Ελληνικό νότο θα έχουν να κάνουν μαζί του, με την ανηφόρα του, με τις στροφές του, με το κρύο του, με την ομίχλη του, με τα χιόνια του. Τελευταία επίσης φαίνεται να γελά και με το ειρωνικό του πράγματος να είναι η παράκαμψή του ο μόνος μεγάλος αυτοκινητόδρομος που η ολοκλήρωσή του έχει μείνει ημιτελής. Ο Δομοκός χαμογελά με τον ίδιο τρόπο και στον Αλέξανδρο. Είναι αναμφίβολα η καβαφική του «πόλις».
Ένα ακόμα ενδιαφέρον ερώτημα είναι το πώς γράφει ο Αλέξανδρος. Πως χτίζει τις ιστορίες του, πως στέκεται απέναντι στους ήρωες των διηγημάτων του. Την απάντηση καλύτερα να μας την δώσει ο ίδιος, πάλι μέσω ενός ποιήματος του. Γράφει λοιπόν:
«Είμαι ένας παρατηρητής.
Κάθομαι πίσω απ’ την κουρτίνα.
Καταγράφω και
σου στέλνω σύντομες επιστολές.
Δεν περιγράφω όσα ζω
-δεν ζω τίποτα πέρα απ’ την κουρτίνα
και το γραφείο μου-.
Περιγράφω όσα βλέπω.
Χρησιμοποιώ το πρώτο πρόσωπο
για να νικήσω την απόσταση.
Η περιγραφή θέλει ζωντάνια
και πειθώ.
Ναι, γνωρίζω τι είναι έρωτας
είδα ερωτευμένους.
Είναι κι εκείνο το αρχαίο
«έρως ανίκατε μάχαν»
του Σοφοκλή που διαφωτίζει.
Ξέρω τι είναι αγάπη.
Είδα τη θυσία
και χιλιάδες κύμβαλα αλαλάζοντα.
Τώρα με πετάς στην πίστα
και μου ζητάς να χορέψω ζεϊμπέκικο.
Άσε με να σου περιγράψω τα βήματα.
Να σου πω γι’ αγγέλους με σπασμένα
φτερά που το χόρεψαν.
Για πονεμένους και μεθυσμένους
που δόθηκαν στο ρυθμό του και μάτωσαν.
Μη με βάζεις όμως να συρθώ κι εγώ.
Δεν ξέρω τον τρόπο.
Δεν έχω μέσα μου
την κίνηση
και νιώθω τόσο
μα τόσο ηττημένος».
Το παραπάνω ποίημα λοιπόν, μέσα βέβαια στη συναισθηματική υπερβολή που πηγάζει από τη στιγμή του γραψίματος, δείχνει και τον τρόπο που στέκεται ο Αλέξανδρος απέναντι στο γραπτό του. Μια βιαστική ή επιδερμική ανάγνωση των διηγημάτων μπορεί να δώσει την ψευδή αρχικά εντύπωση της υπερβολικής αγάπης των ηρώων του. Ο Αλέξανδρος δεν κάνει όμως αυτό. Δεν αγαπά τα πρόσωπα ούτε τα μισεί. Δεν τα κρίνει ούτε τα επικροτεί. Εμφανίζει τη ζωή τους, την αφετηρία της, το διάβα της, την πορεία της, το τέλος της, αν βέβαια αυτό υπάρχει. Φανερώνει δηλαδή τη ζωή όπως ακριβώς είναι. Για αυτό το λόγο τα διηγήματά του είναι σκληρά. Η αποτυχία, η ματαίωση, η αρρώστια, η προδοσία, ο θάνατος δεν χρειάζονται περισσότερες εξηγήσεις. Ο Αλέξανδρος, παρόλο τον τίτλο του βιβλίου, δεν έχει καμιά θεωρία για την πορεία της ζωής των ηρώων του ή τη δική του στα καθαρά αυτοβιογραφικά διηγήματα. Δεν υπάρχουν θεωρίες και κρίσεις, αλλά μόνο ερωτήματα. Γιατί κάνουμε τα ίδια λάθη και δε μαθαίνουμε από αυτά; Γιατί τα πάθη μας ανατρέπουν τη θεώρηση ότι είμαστε έλλογα όντα; Μπορεί μια ατυχία, μια προδοσία, μια λάθος απόφαση να καθορίσει για πάντα τη ζωή μας; Ο έρωτας είναι ευλογία ή τραγωδία; Υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που μας οδήγησε εδώ; Αυτό είναι εμείς ή οι άλλοι; Ο Αλέξανδρος λοιπόν είναι παρατηρητής γιατί ψάχνει. Ψάχνει στις ζωές των άλλων, ψάχνει στη δική του. Σε ένα διήγημά του ο καφετζής βλέποντάς τον λυπημένο από κάποιον χωρισμό δεν του παίρνει χρήματα γιατί όπως λέει «δε θέλει κέρδη από τον πόνο». Ο ίδιος το μόνο κέρδος που θέλει από τον πόνο των ηρώων του είναι απαντήσεις. Οι ήρωές του, είναι άνθρωποι που έχει γνωρίσει, που έχει μιλήσει, που έχει πάνω απ’όλα παρατηρήσει. Ασήμαντοι για τους περισσότερους αλλά για τον ίδιο, όπως γράφει «φορτωμένοι με τόση αξία μέσα του».
Ολοκληρώνοντας και μιλώντας γενικότερα για τα διηγήματα του Αλέξανδρου, θα λέγαμε πως έχει κατακτήσει τη δική του σφραγίδα γραφής. Αν τον διαβάσει κάποιος αρκετά θα μπορεί με σχετική ευκολία να αναγνωρίσει ένα γραπτό του. Και αυτό είναι σίγουρα μια σημαντική κατάκτηση, ένα αναμφίβολα κερδισμένο στοίχημα.
Αν κάτι ίσως αδικεί τη θεωρία των χαρταετών είναι το αίσθημα μιας απαισιοδοξίας που αναδύεται. Αυτό βέβαια είναι λογικό και επόμενο, καθώς ο θάνατος και τα ερωτήματα για αυτόν είναι εμφανή σε πολλά διηγήματα. Για αυτό δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε το συγγραφέα, καθώς η ειλικρινής έμπνευση είναι ακριβώς αυτό: η κατάθεση των ερωτημάτων και της αγωνίας του κάθε φορά. Το πρώτο του βιβλίο είχε το άρωμα του ερωτισμού, το δεύτερο τη μυρωδιά του θανάτου. Αυτό όμως είναι ο άνθρωπος, αυτό είναι και ο Αλέξανδρος. Η διάθεση αλλάζει, τα τοπία αλλάζουν, αλλά τα ερωτήματα μένουν πάντα ίδια. Η θεωρία των χαρταετών δε δίνει απαντήσεις γιατί δεν υπάρχουν απαντήσεις. Υπάρχει μια ζωή για τον καθέναν μας που πρέπει να ζήσουμε. Και βιβλία όπως η θεωρία των χαρταετών είναι το έναυσμα να σκεφτούμε, να αισθανθούμε, να αναρωτηθούμε και βέβαια μας προσφέρουν την απόλαυση ενός εξαιρετικά υψηλού επιπέδου αναγνώσματος.
Σας ευχαριστώ.
Αχιλλέας Οικονόμου