Το να διαβάσει κανείς λογοτεχνία ή να δει ταινίες στο σπίτι του είναι καμιά φορά ενδιαφέρουσα ιστορία. Ο φίλος μου ο Βαγγέλης όταν ήταν φοιτητής έκανε το εξής: για να μελετήσει έναν σκηνοθέτη, για μία ή δύο εβδομάδες νοίκιαζε μόνο δικές του ταινίες. Έλεγε, ότι έτσι «έμπαινε καλύτερα στο πνεύμα του». Προσπάθησα λοιπόν να κάνω το ίδιο με τη λογοτεχνία ξεκινώντας από τον Αλμπέρ Καμύ. Έτσι, σε διάστημα 15 ημερών διαβάστηκαν (με κόπο βέβαια) ο «Ξένος», η «Πτώση», η «Πανούκλα» και ο «Μύθος του Σίσυφου». Ήταν η τελευταία φορά που διάβασα με αυτόν τον τρόπο κάποιον συγγραφέα, γιατί μου φάνηκε ιδιαίτερα κουραστικό. Πάντως, ένα από αυτά που θυμάμαι περισσότερο ήταν η άποψη του Καμύ για την αυτοκτονία: έγραψε λοιπόν ο Αλμπέρ, ότι «αν υπάρχει ένα πραγματικό φιλοσοφικό ζήτημα που πρέπει να απασχολεί τον άνθρωπο, αυτό είναι η αυτοκτονία». Ήταν αναμφίβολα ενδιαφέρουσα άποψη, από αυτές που λες στις φοιτητικές παρέες και κάνεις εντύπωση…
Είχε λοιπόν δίκιο ο Καμύ; Ο πιο ολοκληρωμένος ίσως ορισμός της αυτοκτονίας είναι αυτός του Shneidman που αναφέρει ότι «η αυτοκτονία είναι μια πολυδιάστατη «κακή στιγμή» που εμπλέκονται βιολογικοί, ψυχολογικοί, ενδοψυχικοί, συνειδητοί, ασυνείδητοι, διαπροσωπικοί, κοινωνιολογικοί, πολιτισμικοί, και φιλοσοφικο-υπαρξιακοί παράγοντες». Το πρόβλημα με τους ορισμούς είναι ότι με μια φράση προσπαθούν να κάνουν απολύτως κατανοητή μια έννοια, χωρίς πολλές φορές όμως να το καταφέρνουν. Παρόλες λοιπόν τις προσπάθειες ορισμού της, η αυτοκτονικότητα είναι ένα κυρίως ψυχιατρικό φαινόμενο. Θεωρείται από πλήθος μελετών ότι το 90-93% των ανθρώπων που αυτοκτονούν πληρούν τα κριτήρια για μια τουλάχιστον ψυχική διαταραχή. Οι συνηθέστερες από αυτές είναι η κατάθλιψη, η διπολική διαταραχή, η σχιζοφρένεια και η μεθοριακή διαταραχή της προσωπικότητας. Έτσι, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, ανεξαρτήτως των εξωγενών παραγόντων, η γέφυρα προς την αυτοκτονία είναι μια ψυχική διαταραχή.
Σε σχέση με την αυτοκτονικότητα επικρατούν δυο μύθοι: ο πρώτος λέει ότι «αυτός που λέει πως θα το κάνει δεν το κάνει». Η πραγματικότητα όμως είναι αντίθετη και συνεπώς πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη σημασία σε κάθε άνθρωπο που εκφράζει σκέψεις αυτοκαταστροφής. Ο δεύτερος μύθος αναφέρεται στην αντίληψη, ότι πρέπει να αποφεύγεται η συζήτηση περί αυτοκτονίας με κάποιον που υποπτευόμαστε ότι έχει τέτοιες σκέψεις στο μυαλό του, γιατί έτσι θα πραγματοποιήσει πιο εύκολα τα σχέδιά του. Και αυτή η άποψη είναι απολύτως λανθασμένη, με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι οι οποίοι καταλήγουν αυτοκτονώντας να αποδεικνύεται ότι έχουν επισκεφτεί πρόσφατα γιατρό της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, που απέφυγε να εμβαθύνει στο πρόβλημα. Τις περισσότερες φορές, η έγκαιρη εκτίμηση της κατάστασης, η γρήγορη έναρξης της κατάλληλης θεραπείας υπό την επίβλεψη ψυχιάτρου και η εισαγωγή σε νοσοκομείο, όταν κρίνεται απαραίτητο, δρουν αποτρεπτικά και ευεργετικά. Επομένως, ο τεράστιος Αλπμέρ Καμύ είχε άδικο στο συγκεκριμένο ζήτημα, όπως και εγώ που επαναλάμβανα τη φιλοσοφική του διαπίστωση. Η κύρια διάσταση της αυτοκτονικότητας είναι η ψυχιατρική και έτσι πρέπει πρώτιστα να αντιμετωπίζεται.