Πήγαινα συχνά στο σπίτι του
παραδοσιακό, όπως και ο ίδιος.
Γραφείο ξύλινο με χτυπημένο τζάμι.
Στοίβες βιβλία, πολλά βιβλία
Μου μιλούσε για αυτά σαν παιδιά του.
Οι ιστορίες, τα πάθη, οι ποιητές.
Δεν ήθελε πολλά να κάνει
παρά να μελετά.
Ποτέ του δεν ταξίδευε.
Το τρένο της ζωής του κυλούσε
στις ράγες που σχημάτιζαν τα γράμματα.
Τα καράβια του λικνίζονταν μόνο
από τα ταραγμένα πάθη των ηρώων.
Έλεγε πως ο έρωτας ο απόλυτος
είναι αυτός που ακόμη δε ζήσαμε.
Από το γλέντι της ζωής μας
δεν έχουμε ακούσει ακόμη τη μουσική.
Αισθανόταν τόσο πλούσιος και γεμάτος
Και κείνο το τραγούδι, πόσο του άρεσε:
«δεν έκανα ταξίδια μακρινά
ταξίδεψε η καρδιά και αυτό μου φτάνει»
Τώρα τον βλέπω πιο σπάνια.
Λιγότερα μαλλιά και αυτά άσπρα.
Όμως το ίδιο πάθος να μελετά.
Του χαμογελώ και πάντα έχω
έναν καλό λόγο να του δώσω.
Μα ντρέπομαι τόσο να του πω
ότι δεν υπάρχουν ταξίδια
χωρίς δρόμο, θάλασσα και αέρα.
Δεν υπάρχει έρωτας
χωρίς τη μνήμη των αρωμάτων,
των φωνών, του πόνου της απουσίας.
Μα μόνο τούτο με κάνει και λυπάμαι:
Πως δεν μπορώ να τον πάρω μαζί
όπως μ’ έπαιρνε εκείνος στο ταξίδι του.
Αχιλλέας Οικονόμου